φουρτουνιάζω

φουρτουνιάζω
φουρτούνιασα, φουρτουνιασμένος, αμτβ., συνήθ. στο γ' πρόσωπο
1. (για θάλασσα, για καιρό), γίνομαι θυελλώδης, προκαλώ τρικυμία, αφρομανώ: Φουρτούνιασε η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά (Γ. Βιζυηνός).
2. μτφ., αγριεύω, εξαγριώνομαι, γίνομαι έξω φρενών: Φουρτούνιασε όταν τον πρόσβαλαν.
3. η μτχ., φουρτουνιασμένος, -η, -ο ως επίθ., α. πολυτάραχος, αγριεμένος, έξω φρενών: Μπήκε φουρτουνιασμένος και δεν ήξερε τι έλεγε απ' τα νεύρα του. β. μτφ., πολύπαθος, δυστυχισμένος, αξιολύπητος: Ο κακόμοιρος είναι φουρτουνιασμένος απ' τα βάσανα της ζωής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φουρτουνιάζω — φουρτουνιάζω, φουρτούνιασα, φουρτουνιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φουρτουνιάζω — Ν [φουρτούνα / φορτούνα] 1. (για τη θάλασσα) έχω φουρτούνα, γίνομαι τρικυμιώδης 2. (για τον καιρό) γίνομαι θυελλώδης 3. μτφ. αναστατώνομαι, ταράζομαι 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φουρτουνιασμένος, η, ο α) τρικυμιώδης, θυελλώδης β) μτφ. i)… …   Dictionary of Greek

  • ανταριάζω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία 2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ 3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω 4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω 5. ( ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι …   Dictionary of Greek

  • φουρτουνιασμένος — η, ο βλ. φουρτουνιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”