- φουρτουνιάζω
- φουρτούνιασα, φουρτουνιασμένος, αμτβ., συνήθ. στο γ' πρόσωπο1. (για θάλασσα, για καιρό), γίνομαι θυελλώδης, προκαλώ τρικυμία, αφρομανώ: Φουρτούνιασε η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά (Γ. Βιζυηνός).2. μτφ., αγριεύω, εξαγριώνομαι, γίνομαι έξω φρενών: Φουρτούνιασε όταν τον πρόσβαλαν.3. η μτχ., φουρτουνιασμένος, -η, -ο ως επίθ., α. πολυτάραχος, αγριεμένος, έξω φρενών: Μπήκε φουρτουνιασμένος και δεν ήξερε τι έλεγε απ' τα νεύρα του. β. μτφ., πολύπαθος, δυστυχισμένος, αξιολύπητος: Ο κακόμοιρος είναι φουρτουνιασμένος απ' τα βάσανα της ζωής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.